χρώμαι

χρώμαι
-άομαι, και χρηέομαι και δωρ. τ. χρέομαι, Α
βλ. χρῶ (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρῶμαι — χράομαι abuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres ind mp 1st sg (attic) χράομαι abuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χράομαι abuse pres ind mp 1st sg (ionic) χράω 1 fall upon pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρῶμ' — χρῶμαι , χράομαι abuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χρῶμαι , χράομαι abuse pres ind mp 1st sg (attic) χρῶμαι , χράομαι abuse pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χρῶμαι , χράομαι abuse pres ind mp 1st sg (ionic) χρῶμι , χράω 1 fall… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αναχρώμαι — ἀναχρῶμαι ( άομαι) (Α) [χρώμαι] 1. δαπανώ, ξοδεύω 2. φονεύω, θανατώνω 3. (γενικά) καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • επίμεσος — η (Α ἐπίμεσος, ον) [μέσος] νεοελλ. η μεσοκάθετος αρχ. 1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος 2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος …   Dictionary of Greek

  • ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» …   Dictionary of Greek

  • ευχρήματος — εὐχρήματος, ον (Α) πλούσιος, εύπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι χρήματος, φιλο χρήματος] …   Dictionary of Greek

  • ευχρημονώ — εὐχρημονῶ, έω (Α) ευχρηματώ, ευπορώ, είμαι πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός πιθ. σχηματισμός κατά το αντίθετο α χρημονώ (< α χρήμων < α στερητικό + χρήμων < χρήμα «χρήσιμο, αναγκαίο πράγμα» < χρώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”